1983: ΜΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ JULIAN BREAM, ΓΙΑ ΤΟ ΕΝΤΥΠΟ (τότε) TaR (Του Κώστα Γρηγορέα)

Με μεγάλη συγκίνηση αναδημοσιεύω τη μικρή συνέντευξη που είχα πάρει από τον σπουδαίο και προσφάτως εκλιπόντα maestro Julian Bream , για λογαριασμό του έντυπου τότε TaR.
Η συνέντευξη έγινε το μακρινό 1983, όταν ήμουν στην Αγγλία για σπουδές στο Royal Νorthern College of Music, ως υπότροφος του Βρετανικού Συμβουλίου.

(ΣΗΜ. Σπουδές έως και σήμερα μη αναγνωρισμένες από το Ελληνικό Κράτος, για να μην ξεχνιόμαστε).

Η αφορμή δόθηκε όταν παρακολουθήσαμε ένα αξέχαστο ρεσιτάλ του Julian Bream στο Εδιμβούργο, παρέα με τον στενό μου φίλο τότε, και μετέπειτα διαπρεπή κιθαριστή, Paul Galbraith.

Δεν διστάζω να πω ότι για εμένα ο Julian Bream υπήρξε TO είδωλό μου στην κλασική κιθάρα. Ένας μουσικός που δεν περιορίστηκε στον μικρόκοσμο των ειδικών φεστιβάλ και των σεμιναρίων, έκανε εξαιρετικές συνεργασίες και βοήθησε όσο κανείς άλλος στο να δημιουργηθεί ένα σπουδαίο σύγχρονο και προπαντός ελκυστικό ρεπερτόριο του οργάνου στον 20ο αιώνα.
Η ερμηνεία του στο απαράμιλλο Nocturnal After John Dowland for Guitar, Op. 70 του Benjamin Britten υπήρξε η σφραγίδα της ύπαρξής μου στην κλασική κιθάρα και ο δίσκος του 20th Century Guitar η αρχική πυξίδα της πορείας μου σε αυτόν τον χώρο.
Επίσης, η «γέφυρα» που έφτιαχνε η Τέχνη του ανάμεσα στην Παλαιά Μουσική και την Σύγχρονη, υπήρξε για μένα ό,τι πιο γοητευτικό ένιωσα από τα πρώτα μου μουσικά βήματα.

Η συνέντευξη-συζήτηση είναι σχεδόν ίδια με την δημοσιευμένη στο τεύχος 5 του εντύπου TaR. Για να την φέρω όμως πιο κοντά στα σημερινά, έχω κάνει ελάχιστες παρεμβάσεις και συμπληρώσεις, κυρίως από μνήμης, για τις οποίες όμως είμαι απολύτως σίγουρος, μιας και εκείνη η βραδιά έχει μείνει ανεξίτηλα χαραγμένη στη μνήμη μου.
Μην ξεχνάτε ότι εν έτει 1983 δεν υπήρχε ευκολία στο να συναντήσει κάποιος το είδωλό του, πόσο μάλλον να εμπλακεί και σε μια χαλαρή κουβέντα μαζί του. Τώρα πια, αυτά έχουν απλοποιηθεί και μάλλον απομυθοποιηθεί. Κι επειδή η Τέχνη έχει ανάγκη τον Μύθο, δεν είμαι σίγουρος αν αυτό είναι πάντοτε για καλό…

(Αύγουστος 2020)

 

1983: ΜΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ JULIAN BREAM, ΓΙΑ ΤΟ ΕΝΤΥΠΟ TaR
(Του Κώστα Γρηγορέα)

Οι προειδοποιήσεις ήταν σαφείς: «Του Julian Bream συνήθως δεν του αρέσουν τα σημειωματάρια, μαγνητόφωνα και συναφή».
Παρόλο λοιπόν πού ή συναυλία του στο Εδιμβούργο εκείνο το βράδυ ήταν υπέροχη (Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 1983, The Queen’s Hall), οι οιωνοί για μια πιθανή σύντομη συνέντευξή του για το TAR ήταν μάλλον κακοί. Και έγιναν ακόμα χειρότεροι όταν διαπίστωσα ότι έξω από το καμαρίνι του τον περίμενε κυριολεκτικά το μισό θέατρο.
Απτόητοι όμως, εγώ και ο φίλος μου Paul Galbraith, αποφασίσαμε να τον περιμένουμε στο τέλος της σειράς.
Να όμως πού οι θεοί των Ελλήνων, σε συνεργασία όμως αυτή τη φορά με τούς θεούς των  Άγγλων, έκαναν το θαύμα τους. Και είδαμε τον J.B. να κατευθύνεται με ενθουσιώδη διάθεση προς τον Πωλ και να του λέει πόσο ωραίο βρήκε το παίξιμό του στο διαγωνισμό τού BBC για τον καλύτερο νέο μουσικό εκείνης της χρονιάς.
Για να μην τα πολυλογούμε λοιπόν, κάτι η εκτίμησή του για τον Πωλ, κάτι τα μαθήματά μου με τους John Williams και Gordon Crosskey και κάτι το Βρετανικό Συμβούλιο της Αθήνας (του οποίου ήμουν υπότροφος και στο οποίο είχε ήδη προσφάτως δώσει ένα επίσης αξέχαστο ρεσιτάλ), βρεθήκαμε καλεσμένοι του για ένα ποτό στο Bar. Τι το καλύτερο θα μπορούσε να περιμένει από την τύχη του ο επίδοξος «δημοσιογράφος» του TAR;


Το πρόγραμμα του ρεσιτάλ που είχε δώσει ο J.B. στο Βρετανικό Συμβούλιο της Αθήνας

Εκεί λοιπόν διαπιστώσαμε ότι στον J.B. μπορεί να μην αρέσουν οι συνεντεύξεις, αλλά σίγουρα του αρέσει η παρέα και η συζήτηση. (Παράδειγμα είναι το ενδιαφέρον βιβλίο του Tony Palmer με τίτλο «Α Life on the Road», πού δεν είναι τίποτε άλλο από μία επιλογή των φιλικών συζητήσεων του Πάλμερ με τον μαέστρο.).
Μέρος λοιπόν αυτής της συζήτησής μας σας μεταφέρω, «with his best wishes για το TAR», όπως μας είπε.


Το πρόγραμμα του αξέχαστου ρεσιτάλ στο Εδιμβούργο, με την αφιέρωση του 
J.B.
(Τα έργα του 
Enrique Granados τα αντικατέστησε ο σολίστ επί σκηνής με την Suite Compostelana του Federico Mompou)

 

Κώστας Γρηγορέας: Η σημερινή συναυλία ήταν για μένα μια μεγάλη εμπειρία όσον άφορά την επικοινωνία καλλιτέχνη – ακροατηρίου. Κάτι πού κατά τη γνώμη μου έχει αρχίσει να χάνεται, ακόμα και στις συναυλίες κλασσικής κιθάρας. Ποιοι νομίζετε ότι είναι οι κύριοι λόγοι πού εμποδίζουν αυτήν την επικοινωνία;

Julian Bream: Δεν νομίζω πώς είναι εύκολο να πει κανείς γενικά τί φταίει, γι’ αυτό θα προτιμήσω να πω τί βοηθάει έμενα στο να έχω επαφή με το ακροατήριο μου.
Σίγουρα λοιπόν με βοηθάει ή κιθάρα μου. Αυτή ή Romanillos που παίζω, μπορεί να μην δίνει την εντύπωση του «τεράστιου» όγκου ήχου πού δίνουν άλλες κιθάρες, αλλά έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα· κάνει τέλεια διασπορά τού ήχου, με αποτέλεσμα να ακούγεται το ίδιο καλά μακριά, όσο και κοντά. Σε πάρα πολλές κιθάρες ή ένταση πέφτει απότομα όταν απομακρυνθείς, κι αυτό γιατί ο ήχος τους δεν έχει την δυνατότητα να «διαπεράσει», το χώρο, όσο κι αν δίνει την εντύπωση ότι είναι δυνατός. Αυτή λοιπόν η αίσθηση ασφάλειας ότι ο κάθε ένας από τους ακροατές  ακούει ακριβώς αυτό που εγώ θέλω να ακούσει, με κάνει να νιώθω σε πλήρη επαφή με το κοινό μου και προφανώς επηρεάζει και την γενικότερη επικοινωνιακή συμπεριφορά μου στην σκηνή.


Julian Bream και Jose Romanillos

Κ.Γ. Τι όμως μπορεί να κάνει, έστω και η πιο καλή κιθάρα, σε μια τεράστια και γεμάτη ακροατές αίθουσα;

J.B. Νομίζω ότι 2.000 ακροατές, είναι το maximum για μια σωστή συναυλία. Έχω παίξει βέβαια και σε μερικές αίθουσες με πολύ περισσότερα άτομα αλλά με τέλεια ακουστική χώρου, κάτι βέβαια όχι πολύ συνηθισμένο. Στις περιπτώσεις λοιπόν πού υπάρχει μεγάλος χώρος και κακή ακουστική, χρειάζεται μικροφωνική εγκατάσταση· κάτι που έμενα δεν μου αρέσει καθόλου.
(ΣΗΜ. Ας μην ξεχνά βεβαίως ο σημερινός αναγνώστης ότι η απάντηση αυτή αφορά τα μηχανήματα του 1983. Η εξέλιξη των μικροφωνικών εγκαταστάσεων υπήρξε εντυπωσιακή και δεν μπορώ να γνωρίζω ποια θα ήταν μια πρόσφατη απάντηση του J.B. σε αυτό το ερώτημα. Όμως, από διαίσθηση πιστεύω ότι θα ήταν η ίδια. Η επιλογή των οργάνων του (HauserRubioRomanillos κ.ά) ήταν πάντοτε με βάση την εξαιρετική ποιότητα του ήχου. Άρα νομίζω ότι δεν θα θυσίαζε ποτέ ούτε το 1% από αυτή, εάν είχε την δυνατότητα να επιλέξει).

Κ.Γ. Πολλοί κιθαριστές χρησιμοποιούν μόνιμα μικροφωνική στις συναυλίες τους. Ο φίλος σας o John Williams μάλιστα, μας έλεγε ότι θεωρεί τη μικροφωνική εγκατάσταση τον μόνον τρόπο για να ακούει ό ακροατής τον ίδιο ήχο που ακούει ο κιθαριστής από το όργανό του, και τελικά να φτάνει στα αυτιά του αυτό ακριβώς που θέλει να του δώσει ως εκτελεστής.

J.B. Για μένα το πιο συναρπαστικό πράγμα, είναι ή αμεσότητα της επαφής πού υπάρχει μεταξύ τής χορδής πού πάλλεται από το δάκτυλο τού κιθαριστή από τη μία, και τού ακροατή από την άλλη. Όταν παρεμβάλλεται ή μικροφωνική, όσο τέλεια και αν είναι, αυτό χάνεται. Άσε που κατά την γνώμη μου, ο ήχος αποκτά αναπόφευκτα μια ηλεκτρική χροιά.

Κ.Γ. Δεν θα μπορούσαμε όμως να πούμε ότι η ηχογράφηση και αναπαραγωγή δημιουργεί το ίδιο πρόβλημα; Κι εκεί παρεμβάλλονται μικρόφωνα και ηχεία.

J.B. Αυτό είναι άλλη υπόθεση. Νομίζω ότι ή ηχογράφηση με σωστά μηχανήματα, και κυρίως σε σωστό χώρο με καθαρή ακουστική και κυρίως με έναν σωστό και καταρτισμένο τεχνικό, μπορεί να δώσει θαυμάσια αποτελέσματα. Ο ηχογραφημένος ήχος σε αυτήν την περίπτωση δεν έχει την ψεύτικη χροιά της μικροφωνικής. Πιστεύω ότι στο παρεκκλήσι κοντά στο σπίτι μου (Σημ. Wardour Chapel στο Wiltshire) μαζί με τον μόνιμο συνεργάτη μου ηχολήπτη John Bower [1] έχουμε κάνει θαυμάσιες ηχογραφήσεις.

Ρεσιτάλ του Julian Bream στο Wardour Chapel. Μεταδόθηκε από το BBC2 την 1/2/1978.
Έργα  Bach, Villa-Lobos, Albeniz and Britten.

Κ.Γ. Μιας και μιλάμε για ηχογραφήσεις, θέλετε να μας πείτε τι καινούργιο ετοιμάζετε;

J.B. Κάτι όχι πολύ καινούργιο είναι ότι ηχογράφησα πάλι το Concierto di Aranjuez, σε Digital όμως αυτήν τη φορά. Σκέφτομαι να το βάλω σε ένα δίσκο αποκλειστικά με έργα Rodrigo. Τα άλλα κομμάτια θα είναι κατά πάσα πιθανότητα τα Fandango -Passacaglia -Zapateado και το  Invocacion y Danza. Όλα αυτά, για έναν ακόμα δίσκο της σειράς με Ισπανική μουσική που φτιάχνω τώρα. Ηχογράφησα επίσης και το έργο Sonatina του Federico Moreno Torroba, το  οποίο είχα να το παίξω πάρα πολλά χρόνια και ήταν αληθινά συγκινητική ή «επιστροφή» μου σ’ αυτό.

Κ.Γ. Στο σημερινό σας πρόγραμμα αντικαταστήσατε τα κομμάτια του Enrique Granados με την Suite Compostelana του Federico Mompou. Ένα τόσο όμορφο κομμάτι, που πραγματικά απορώ γιατί παραμένει σχετικά άγνωστο.

J.B. Για μένα τουλάχιστον, ήταν ξεχασμένο. Τυχαία, ψάχνοντας σε μία μουσική εγκυκλοπαίδεια για κάτι άλλο, είδα το όνομα του Mompou και ότι φέτος κλείνει τα 80 του χρόνια. Θυμήθηκα ότι κάποτε είχα συναντήσει αυτόν τον συνθέτη και μάλιστα τον είχα ακούσει να παίζει κομμάτια του στο πιάνο. Ήταν θυμάμαι μία θαυμάσια βραδιά. Τα κομμάτια του ήταν πολύ ατμοσφαιρικά και το παίξιμό του αληθινά υποβλητικό. Πρόκειται, για έναν θαυμάσιο πιανίστα και συνθέτη, όμως σχετικά άγνωστο, γιατί ποτέ του δεν προσπάθησε ιδιαίτερα για να προβάλει τη μουσική του. Πρόκειται για έναν πολύ συνεσταλμένο άνθρωπο. Θυμήθηκα λοιπόν τη σουίτα του, έψαξα στο αρχείο μου και βρήκα αυτό το πανέμορφο κομμάτι. Το έπαιξα σήμερα και θα το παίξω και στις άλλες συναυλίες τής περιοδείας μου (1983) για να τιμήσω τα 80 χρόνια του. Σκέφτομαι μάλιστα να το ηχογραφήσω.
Όμως για σκέψου! Αυτό το κομμάτι γράφτηκε για τον Andres Segovia που φέτος κλείνει τα 90 χρόνια του. Φαίνεται λοιπόν πώς αυτή ή γενιά, εκτός από θαυμάσιους μουσικούς, έβγαλε και… καλά διατηρημένους μουσικούς!

Για πες μου κάτι άλλο τώρα· ξέρω ότι το επίπεδο τής κιθάρας στην Ελλάδα είναι υψηλό. Όμως επαγγελματικά, πώς έχουν τα πράγματα στην πατρίδα σας; Ξέρω ότι μέχρι πριν λίγα χρόνια, για να ζήσει κανείς εκεί ως κιθαριστής έπρεπε να κάνει μαθήματα! (Με ηχηρό γέλιο απευθύνεται προς τον Πωλ) – Άκου φίλε μου… Μαθήματα!!!

Κ.Γ. Τα πράγματα οπωσδήποτε είναι καλύτερα τώρα, αλλά και πάλι είναι αδύνατον ένας μουσικός να ζήσει από της συναυλίες κλασσικής κιθάρας. Συνήθως λοιπόν ξεκινάμε για να παίξουμε μουσική και καταλήγουμε περισσότερο να διδάσκουμε μουσική.

J.B. Πολύ κρίμα. Εδώ στην Αγγλία εμείς έχουμε Guitar Societies σε πολλές μεγάλες αλλά και μικρές πόλεις, αλλά και Tοπικά Συμβούλια Γραμμάτων και Τεχνών, πού μπορούν να δώσουν καλή δουλειά σε έναν νέο μουσικό, ο οποίος εννοείται ότι διαθέτει τα προσόντα. Εύχομαι το ίδιο να γίνει κάποια στιγμή και στην χώρα σας.

Όμως… τα ποτήρια άδειασαν και κάπου εδώ τέλειωσε ή αξέχαστη εκείνη συζήτησή μας, μιας και κάποιος τον προέτρεψε με έντονο τρόπο να φορτωθεί την «ταξιδιωτική του εξάρτηση, και να τρέξει να προλάβει το τραίνο. Απίστευτα χαρούμενοι και περήφανοι για το ότι έδειχνε να απολαμβάνει την παρέα μας, σε σημείο που έπρεπε να τoν… μαλώσουν για να μας αφήσει, αλληλοχαιρετηθήκαμε εγκάρδια.

Με ευχαρίστηση πήρε και το τεύχος TAR που του πρόσφερα, χωρίς να παραλείψει να κάνει και το χαρακτηριστικό του χιουμοριστικό λογοπαίγνιο: «Oh, tar …. oh, ta! ….» (ta = thank you στην Εγγλέζικη αργκό).

«With his best wίshes» λοιπόν μας άφησε, τον Πωλ μεθυσμένο από τη χαρά του για τα καλά λόγια που άκουσε, κι έμενα να προσπαθώ να συμμαζέψω και να αποκρυπτογραφήσω τις σημειώσεις που έκανα τόση ώρα σε χαρτοπετσέτες, προγράμματα, κουτιά από τσιγάρα και σε ό,τι άλλο τέλος πάντων μπορεί να χρησιμοποιήσει ο ερασιτέχνης δημοσιογράφος στην απελπισία του…

Κώστας Γρηγορέας
Λονδίνο 1983
(Αναδημοσίευση και αναθεώρηση: Αύγουστος 2020)


Το αριστουργηματικό έργο Nocturnal op.70 του Benjamin Britten είναι αφιερωμένο στον Julian Bream και βασίζεται στο τραγούδι «Come, Heavy Sleep» από το πρώτο βιβλίο τραγουδιών του John Dowland (1597). Κάθε μέρος του έργου είναι και μια παραλλαγή, που σταδιακά οδηγεί όλο και πιο κοντά στο τραγούδι του Dowland, με το οποίο καταλήγει.

Come, heavy Sleep  (1597)
by John Dowland

Come, heavy Sleep the image of true Death;
And close up these my weary weeping eyes:
Whose spring of tears doth stop my vital breath,
And tears my heart with Sorrow’s sigh-swoll’n cries:
Come and possess my tired thought-worn soul,
That living dies, till thou on me be stole.

Come shadow of my end, and shape of rest,
Allied to Death, child to his black-fac’d Night:
Come thou and charm these rebels in my breast,
Whose waking fancies do my mind affright.
O come sweet Sleep; come or I die for ever:
Come ere my last sleep comes, or come never.

REST IN PEACE MAESTRO JULIAN BREAM…

 


ΟΛΑ ΤΑ ΤΕΥΧΗ ΤΟΥ ΕΝΤΥΠΟΥ TaR (No1 – No13) ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ Η KAI ΝΑ ΚΑΤΕΒΑΣΕΤΕ ΑΠΟ ΕΔΩ:
http://www.tar.gr/content/content.php?category=131

 


[1]  Ο John Bower υπήρξε ιστορικός ηχολήπτης του BBC, άρχι-ηχολήπτης στο Royal Northern College of Music, φίλος και προσωπικός ηχολήπτης του J.B.
Συνέντευξή μου από αυτόν για την τεχνική της ηχογράφησης της κιθάρας έχει δημοσιευθεί στο έντυπο TAR (Νο 6).

 

Σχολιάστε